Σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το Παλαιόκαστρο Σερρών( 9 χλμ από τη Σκοτούσσα) και σε υψόμετρο 280 μέτρων βρίσκεται το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού. Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1878 και λειτούργησε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1880. Κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου τελείται στο χώρο γύρω από το μοναστήρι πανήγυρη.

Το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στον λόφο του Παλαιοκάστρου
Η θέα του κάμπου από το σημείο όπου βρίσκεται το μοναστήρι.

Η σχέση των Σκοτουσσαίων με το συγκεκριμένο μοναστήρι κρατάει περίπου 150 χρόνια. Σύμφωνα με την παράδοση το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Κώστα Δάκο και τη Δάφνη Κούλελη. Η Δάφνη καταγόταν από τη Σκοτούσσα και σύμφωνα με εκτιμήσεις γεννήθηκε γύρω στα 1840. Ο αδερφός της Μάρκος γεννήθηκε επίσης στη Σκοτούσσα και είναι ο γενάρχης της οικογένειας Κούλελη στη Σκοτούσσα.

Η Δάφνη όπως πιθανότατα θα ήταν σε νεαρή ηλικία (η φωτογραφία αποτελεί ηλεκτρονική επεξεργασία της φωτογραφίας της κόρης της Αθανασίας)

Η Δάφνη στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν ιδιαίτερα φημισμένη τραγουδίστρια και τα τραγούδια της κατέγραψε ο Stefan Verkovich. Δύο με τρία χρόνια μετά τη συνάντηση της με τον Verkovich, το έτος 1862, απέκτησε τον πρώτο της γιό, το Γιάννη. Ακολούθησαν τρία ακόμη αγόρια, ο Πανταζής, ο Γιώργος και ο Στέργιος . Στο τελευταίο της παιδί, την Αθανασία, η Δάφνη είχε δύσκολο τοκετό και ως εκ θαύματος ονειρεύτηκε ότι βρέθηκε στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το μοναστήρι. Εκεί, με τη βοήθεια του Αγίου, μπόρεσε να ελευθερωθεί . Στον τόπο εκείνο λοιπόν, ο σύζυγος της έχτισε το μοναστήρι και το αφιέρωσαν στη μνήμη του Αγίου Προδρόμου. Η παράδοση θέλει τη Δάφνη να υποδεικνύει, κατά θεία χάρη, να σπάσουν ένα βράχο δίπλα στο μοναστήρι. Μέσα στο βράχο βρέθηκε ένας Σταυρός και για αυτό το λόγο στο μοναστήρι δόθηκε το όνομα «του Αγίου Προδρόμου και του Τιμίου Σταυρού». Η Δάφνη με το σύζυγο της Κων. Δάκο, όσο καιρό κτιζόταν το μοναστήρι, έμεναν σε ένα λαξευμένο σπήλαιο. Εκεί γεννήθηκε η Αθανασία, το τελευταίο τους παιδί. Τρία χρόνια μετά, το 1883, η Δάφνη πέθανε και την έθαψαν στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού. Ο Δάκος ξαναπαντρεύτηκε και επειδή φρόντιζε συνέχεια το μοναστήρι απέκτησε το επίθετο «Μοναστηρλής». Απεβίωσε το 1896, σε ηλικία περίπου 80 ετών. Ετάφη και αυτός στον ίδιο χώρο με τη Δάφνη.

Μετά το θάνατο του Κων. Δάκου, το μοναστήρι αποτέλεσε αιτία για συγκρούσεις ανάμεσα σε Έλληνες και Βούλγαρους (Πατριαρχικούς και σχισματικούς ). Το 1897 περιήλθε στην κατοχή των σχισματικών. Το έτος 1902, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτη Σερρών Γρηγορίου προς την τουρκική διοίκηση, το μοναστήρι επανακτήθηκε από τους Πατριαρχικούς Έλληνες . Στο μοναστήρι, κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου, γινόταν πανηγύρι που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές. Πλήθος πιστών συνέρρεε, τόσο από τα γύρω χωριά (Μελενικίτσι, Βαμβακόφυτο, Χριστός, Σκοτούσσα, Καλά Δένδρα) όσο και από την πόλη των Σερρών.

Το πανηγύρι του 1904 έμεινε στην ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα ως μία ιδιαίτερα σημαντική στιγμή. Σύμφωνα με την επιστολή του προξένου Σερρών προς το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, οι εκφοβιστικές ενέργειες των σχισματικών βουλγαρόφιλων κατοίκων του Παλαιοκάστρου είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή της τελέσεως της πανήγυρης του 1904 . Ο Μουτεσαρρίφης (Νομάρχης) Σερρών, φοβούμενος συγκρούσεις και αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, απαγόρευσε την πανήγυρη και μάλιστα, πέντε ημέρες πριν την πανήγυρη, έστειλε χωροφύλακες στα γύρω χωριά για να ενημερωθούν για τη σχετική απαγόρευση.

Η είδηση της απαγόρευσης θορύβησε τον Ελληνικό πληθυσμό της πόλης των Σερρών, καθώς επίσης και τους χωρικούς στα γύρω χωριά. Ήταν το πρώτο πανηγύρι που γιόρταζαν μετά το καλοκαίρι, οι χωρικοί είχαν κάποια χρήματα από το βαμβάκι που μόλις είχαν πουλήσει, ανταμώνανε συγγενείς και φίλοι και κυρίως έδιναν μία εθνική χροιά στον εορτασμό. Η απαγόρευση προκάλεσε αισθήματα οργής και αγανάκτησης. Στις Σέρρες, στις 12 Σεπτεμβρίου 1904, η είδηση της απαγόρευσης προκάλεσε τον πάνδημο ξεσηκωμό των κατοίκων της πόλης. Τρεις με τέσσερις χιλιάδες Σερραίοι συγκεντρώθηκαν αρχικά γύρω από τη Μητρόπολη και στη συνέχεια, φωνάζοντας το σύνθημα «ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ», κατευθύνθηκαν προς το Διοικητήριο. Εκεί πέτυχαν να αρθεί η απαγόρευση και να πάρουν πίσω τα κλειδιά του μοναστηριού. Την επόμενη ημέρα, παραμονή της πανηγύρεως, δύο χιλιάδες περίπου έφιπποι Σερραίοι και τέσσερις με πέντε χιλιάδες χωρικοί από τα γύρω χωριά, συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν το πανηγύρι. Άλλοι με τα πόδια και άλλοι με τα κάρα ή τα άλογα, ψάλλοντας εθνικά τραγούδια και τροπάρια, αντάμωσαν στο μοναστήρι για να παραστούν στη λειτουργία και στο πανηγύρι.

Ο καπετάν Θανάσης Χατζηπανταζής

Την πορεία των Σερραίων ακολουθούσε τουρκικό απόσπασμα. Το Προξενείο παρόλα αυτά, για να προφυλάξει τη μεγαλειώδη εκείνη πορεία από πιθανή επίθεση βουλγαρικών συμμοριών, διέταξε το σώμα του Αθανασίου Χατζηπανταζή από τη Σκοτούσσα να στήσει ενέδρες γύρω από το μοναστήρι και πάνω από το χωριό Μελενικίτσι. Όλη τη νύχτα το πλήθος από τις Σέρρες και τα γύρω χωριά (Μελενικίτσι, Βαμβακόφυτο, Καλά Δένδρα, Σκοτούσσα, Γεφυρούδι, Αμμουδιά) χόρευε και τραγουδούσε με νταούλια, ζουρνάδες και την φιλαρμονική των Σερρών. Την άλλη μέρα το πρωί, 14 Σεπτεμβρίου, τελέστηκε η λειτουργία και αργότερα έγινε στον ίδιο χώρο η παραδοσιακή πάλη με έπαθλο για τον πρώτο νικητή ένα μοσχάρι .

Ο δεσμός των Σκοτουσσαίων με το μοναστήρι συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Λίγο μετά την απελευθέρωση και από τις αρχές του 1920 το πανηγύρι στη Σκοτούσσα άρχισε να τελείται στις 8 Σεπτεμβρίου. Έτσι το πανηγύρι στο Παλαιόκαστρο έγινε ουσιαστικά η συνέχεια του πανηγυριού της Σκοτούσσας και ήταν η τελευταία ευκαιρία για διασκέδαση λίγο πριν αρχίσει το φθινόπωρο και οι αντίστοιχες γεωργικές εργασίες.

Σκοτουσσαίοι στο δρόμο για την Πρωτομαγιά στο Παλαιόκαστρο

Από τις αρχές του 1950 το μοναστήρι μπήκε στη ζωή των Σκοτουσσαίων αυτήν τη φορά λόγω της Πρωτομαγιάς. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι, χρησιμοποιώντας κάρα και ότι άλλο μεταφορικό μέσο διέθεταν, μεταφέρονταν στο μοναστήρι του Παλαιοκάστρου για να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά. Η τελετουργία της Πρωτομαγιάς στο μοναστήρι του Παλαιοκάστρου συνεχίστηκε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Οικογένειες ολόκληρες, συγγενείς και φίλοι ανέβαιναν στο κάρο και έπαιρναν το δρόμο για το μοναστήρι. Έπαιρναν μαζί τους αυγά, τσουρέκια, αρνί για τη σούβλα και ποτά, συνήθως κρασί ή τσίπουρο και κάτω από τη σκιά ενός δέντρου έστηναν το σεντόνι όπου θα κάθονταν για να φάνε. Σχεδόν πάντα βρίσκονταν στο χώρο και μουσικοί για να συνοδεύσουν τους Σκοτουσσαίους με τους ήχους του ζουρνά ή της γκάϊντας. Σε περίπτωση που δεν υπήρχαν μουσικοί, τότε τη θέση τους έπαιρναν οι καλλίφωνοι τραγουδιστές. Πρώτα άρχιζαν οι ετοιμασίες για το γεύμα και το ψήσιμο του αρνιού. Μετά το γεύμα και την κατανάλωση αρκετού κρασιού ή τσίπουρου ακολουθούσε ο χορός και το τραγούδι. Τα μικρά παιδιά ξεχύνονταν στις πλαγιές για να μαζέψουν λουλούδια και αγριόχορτα για την κατασκευή του στεφανιού. Παρέες ολόκληρες από μικρά παιδιά εξερευνούσαν κάθε σπιθαμή του χώρου γύρω από το μοναστήρι, ενώ οι γονείς τους ήταν απασχολημένοι είτε με την προετοιμασία του γεύματος είτε με τον χορό και το τραγούδι.

Χορεύοντας σέηκ στην Πρωτομαγιά στο Παλαιόκαστρο

Για τα αγόρια της Σκοτούσσας η εξόρμηση της Πρωτομαγιάς στο μοναστήρι του Παλαιοκάστρου ήταν μια από τις πρώτες εκδηλώσεις ενηλικίωσης. Από την ηλικία των 12 ετών άρχιζαν οι εξορμήσεις στο βουνό χωρίς τη συνοδεία των γονιών. Οι παρέες οργανώνονταν από το προηγούμενο βράδυ, ενώ οι μανάδες τους φρόντιζαν για τις προμήθειες. Τα τσουρέκια και τα αυγά ήταν φυσικά πάντα μέσα στον τορβά (αργότερα έγινε σάκκος), συνοδευόμενα από κοτόπουλο που θα έψηναν στην εξοχή, καθώς επίσης άλλα τρόφιμα. Πρωί-πρωί και με τις αποσκευές στην πλάτη, οι μικροί Σκοτουσσαίοι ξεκινούσαν με τα πόδια για να πάνε στο μοναστήρι. Εκεί έκαναν ότι είχαν μάθει από τους γονείς τους. Ετοίμαζαν τη σούβλα για το κοτόπουλο, τσούγκριζαν τα αυγά, έτρωγαν το τσουρέκι και αφού χόρταιναν την πείνα τους εξορμούσαν για λουλούδια, με την κρυφή ελπίδα να ανταμώσουν με κάποιο από τα κορίτσια του χωριού. Η ημέρα τους ήταν γεμάτη από εμπειρίες και κατά το απόγευμα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.

Νέοι της Σκοτούσσας την Πρωτομαγιά του 1968
Πρωτομαγιά Σκοτουσσσαίων στο Παλαιόκαστρο το έτος 1969

Οι πρωτομαγιάτικες εξορμήσεις των μικρών Σκοτουσσαίων στο μοναστήρι του Παλαιοκάστρου σταμάτησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τα μέσα μεταφοράς εκσυγχρονίστηκαν και επέτρεπαν μετακινήσεις σε άλλους προορισμούς, περισσότερο ελκυστικούς. Πλέον ελάχιστοι Σκοτουσσαίοι τιμούν με την παρουσία τους και το πανηγύρι που εξακολουθεί να τελείται στις 14 Σεπτεμβρίου.

Αγοροπαρέες Σκοτουσσαίων στην Πρωτομαγιά στο Παλαιόκαστρο

Την Πρωτομαγιά του 2022 ο φορέας ΚΟΙΝΟΝ ΣΚΟΤΟΥΣΣΑΙΩΝ, θέλοντας να τιμήσει την παράδοση και το δεσμό των Σκοτουσσαίων με το μοναστήρι, διοργανώνει πεζοπορική εκδήλωση από την πλατεία της Σκοτούσσας προς το χώρο του μοναστηριού.

Κείμενο: Σύκας Νικόλαος


Μοιράσου το