Στις 28 Οκτωβρίου 1940 καμιά τριανταριά νέοι από την Σκοτούσσα πήραν το τραίνο που θα τους μετέφερε στο μέτωπο της Αλβανίας. Αρκετοί από αυτούς είχαν γεννηθεί στη διάρκεια μιας ιδιαίτερα ταραγμένης δεκαετίας (1910-1920).

Κάποιοι γεννήθηκαν ως υπήκοοι του Οθωμανικού κράτους (μέχρι τον Οκτώβριο του 1912) για να γίνουν στη συνέχεια υπήκοοι της Βουλγαρίας (Οκτώβριος 1912 – Ιούνιος 1913) και στη συνέχεια επιτέλους και πάλι Έλληνες. Το 1916, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το χωριό τους βρέθηκε στην λεγόμενη «νεκρή ζώνη» και οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν στη Νότια Βουλγαρία. Είκοσι χρόνια μετά την επιστροφή τους από τον τόπο ομηρίας στην Βουλγαρία έπρεπε και πάλι να υπερασπιστούν τα χώματα της πατρίδας τους.

Αποχαιρέτησαν τους γονείς τους, εκείνους που είχαν την ευλογία να είναι η πρώτη γενιά που θα ζούσε στην ελεύθερη πλέον και συνάμα Ελληνική Μακεδονία, μετά από 530 χρόνια σκλαβιάς.

Άφηναν πίσω τους τα παιδιά τους, τα πρώτα παιδιά που είχαν μπει στο καινούργιο εξαθέσιο σχολείο του χωριού. Οι παππούδες των παιδιών αυτών πήγαιναν στο σχολείο διακινδυνεύοντας την ίδια την ζωή τους.

Άφηναν πίσω τους τη γη των προγόνων τους. Η γη τους ήταν η ψυχή τους. Ήταν οι μνήμες των προγόνων τους και των θυσιών τους.

Οι πιο πολλοί πολέμησαν στην πρώτη γραμμή στο πεζικό, στο ιππικό, στο πυροβολικό. Όταν έγινε η ανακωχή επέστρεψαν στα σπίτια τους, μετά από ποδαρόδρομο εβδομάδων.

Δύο από αυτούς τους νέους δεν επέστρεψαν. Ο Γεώργιος Καραμάνης και ο Πασχάλης Τσολάκης.

Ο Γεώργιος Καραμάνης (1915-1941) έπεσε μαχόμενος κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών στα οχυρά δυτικά των στενών του Ρούπελ.

Γεώργιος Καραμάνης

Ο Πασχάλης Τσολάκης τραυματίστηκε σε μάχη κοντά στην Κορυτσά. Μεταφέρθηκε σε παρακείμενο νοσοκομείο και στη διάρκεια βομβαρδισμού επλήγη θανάσιμα και απεβίωσε. Οι φίλοι του, που επέστρεψαν από το μέτωπο, έλεγαν ψέματα στη μάνα του ότι σε λίγο θα πάρει άδεια και θα έρθει. Λίγους μήνες αργότερα ανακοινώθηκε επίσημα στους γονείς του ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψει.

Πασχάλης Τσολάκης

Στην Σκοτούσσα έχει στηθεί ένα μνημείο (το ΗΡΩΟΝ) για να διαβάζουμε τα ονόματα τους και να θυμόμαστε την θυσία τους. Από την πολυκαιρία το μελάνι σβήστηκε, τα ονόματα ξεθώριασαν, έγιναν ένα με το χρώμα του μαρμάρου. Οι φωτογραφίες τους κατέβηκαν από τους τοίχους του Δημαρχιακού Μεγάρου και η λήθη κατάπιε την θυσία τους!
Λίγο μελάνι για να μην ξεχαστούν!!!

Κείμενο: Σύκας Νικόλαος


Μοιράσου το