Στη βυζαντινή περίοδο, στον οικισμό Προσάνικον η κτηνοτροφία ήταν μια από τις κύριες ασχολίες των κατοίκων. Ήταν άλλωστε ένα από τα βασικά κίνητρα για την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων στην περιοχή της σημερινής Σκοτούσσας. Η απέραντη χορτολιβαδική έκταση της περιοχής του Βάλτου ευνοούσε ιδιαίτερα την κτηνοτροφία. Βρισκόταν κοντά σε ημιορεινή περιοχή, παρείχε ασφάλεια, είχε άφθονα νερά και πλούσια βλάστηση όλο το χρόνο.

Βοσκοί την εποχή του Βυζαντίου (πηγή: byzepa.files.wordpress.com)

Οι πρώτοι κάτοικοι στο Προσάνικον ασχολούνταν με την εκτροφή βοοειδών, αιγοπροβάτων και χοίρων. Τα βοοειδή τα χρησιμοποιούσαν για το γάλα και τις καλλιέργειες, ενώ τα αιγοπρόβατα τα εκτρέφανε για το μαλλί, το δέρμα, το γάλα και κατά δεύτερο λόγο για το κρέας τους. Οι κάτοικοι του Βυζαντίου, λόγω των συχνών περιόδων νηστείας, δεν κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες κρέατος. Ουσιαστικά η κρεοφαγία περιστρέφονταν γύρω από το χοιρινό και τα πουλερικά. Η συνήθεια να σφάζεται το γουρούνι τα Χριστούγεννα ξεκίνησε την εποχή του Βυζαντίου και στη Σκοτούσσα παρέμεινε ζωντανή μέχρι και το τέλος του 20ού αιώνα.

Βοσκοί στη Σκοτούσσα στην περιοχή του Βάλτου. Η εικόνα σε σχέση με την εποχή του Βυζαντίου είναι παρόμοια, γεγονός που δείχνει ότι ο τρόπος ζωής των κτηνοτρόφων στη Σκοτούσσα παρέμεινε αναλλοίωτος για αιώνες.

Από την απογραφή των Οθωμανών το 1455 γίνεται περισσότερο ξεκάθαρο ότι η εκτροφή των χοίρων ήταν μία από τις κύριες κτηνοτροφικές δραστηριότητες των κατοίκων της οθωμανικής Σκοτούσσας. Ο φόρος που πλήρωναν ήταν 1 άκτσε για κάθε γουρούνι. Συνολικά η Σκοτούσσα πλήρωνε 305 άκτσε για τα γουρούνια, ενώ τα γειτονικά Καλά Δένδρα 1313 και το Στρυμονικό 451.

Σε ότι αφορά την αιγοπροβατοτροφία της οθωμανικής περιόδου, πληροφορίες μας δίνει ο Βούλγαρος Βασίλ Καντσώφ. Συγκεκριμένα για το έτος 1891 λέει σχετικά:

«Η εκτροφή ζώων στην πεδιάδα είναι πολύ κερδοφόρα επειδή σε όλη τη Μακεδονία τα αρνάκια εμφανίζονται πολύ νωρίς και ήδη από το Φεβρουάριο τα μεταφέρουν στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα και τα πουλάνε ακριβά. Το Μάρτιο στις Σέρρες ένα ζευγάρι αρνάκια συνήθως κοστίζει 60-70 γρόσια. Τυρί και βούτυρο βγάζουν όσο χρειάζονται για το παζάρι των Σερρών, ενώ το μαλλί το έχουν για προσωπική χρήση».

Βοσκός στη Σκοτούσσα το 1934.

Από την αναφορά αυτή του Καντσώφ προκύπτει ότι στη Σκοτούσσα στα τέλη του 19ου αιώνα η αιγοπροβατοτροφία είχε σημαντική συνεισφορά στην οικονομία του χωριού. Οι κάτοικοι της Σκοτούσσας εμπορεύονταν τα προϊόντα τους σε όλες τις μεγάλες πόλεις που υπήρχαν στη γύρω περιοχή. Ο σιδηρόδρομος, που έφτασε λίγα χρόνια μετά, έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην εμπορία των ζώων.

Η κτηνοτροφία της Σκοτούσσας καταστράφηκε εντελώς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Βούλγαροι το 1916 απομάκρυναν όλους τους κατοίκους του χωριού και τους οδήγησαν στην ομηρία. Παράλληλα, κατέσχεσαν όλα τα ζωντανά που υπήρχαν μέσα στο χωριό. Σύμφωνα με την καταγραφή των απωλειών, τα ζώα που κατασχέθηκαν ήταν:

  • Βόδια και αγελάδες 280
  • Άλογα 30
  • Πρόβατα και γίδια 1670
  • Όνοι 35

Το δελτίο καταγραφής των απωλειών αποκαλύπτει ότι η κτηνοτροφία στη Σκοτούσσα είχε επικεντρωθεί στα αιγοπρόβατα και στα βοοειδή. Η αναγέννηση της κτηνοτροφίας ξεκίνησε και πάλι από τις αρχές του 1920. Σταδιακά αυξήθηκε ο αριθμός των ζώων που εκτρέφονταν. Ιδιαίτερα σημαντική στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας ήταν η συμβολή της ζωοπανήγυρης. Το πανηγύρι γινόταν πλέον το Σεπτέμβριο και οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών προσέρχονταν στη Σκοτούσσα για να λάβουν μέρος στο πανηγύρι και στις αγοραπωλησίες ζώων που γίνονταν παράλληλα.

Βοσκοί στην περιοχή του Βάλτου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930.

Από τη δεκαετία του 1920 που ξεκίνησε η νέα περίοδος της κτηνοτροφίας στη Σκοτούσσα, η αιγοπροβατοτροφία παρέμεινε η βασική κτηνοτροφική δραστηριότητα. Κάθε οικογένεια διατηρούσε το δικό της κοπάδι και το φρόντιζε είτε κάποιο μέλος της οικογένειας, είτε βοσκός που τον προσλάμβαναν γι αυτή τη δουλειά.

Στη Σκοτούσσα, στις αρχές του 1930, εκτρέφονταν 101 άλογα, 1685 βοοειδή, 350 γαϊδούρια και 2 μουλάρια, 84 βουβάλια, 210 κατσίκες, 10.000 πρόβατα, 150 γουρούνια και ορνιθοειδή 15.000.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκεια του 1950 η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό. Στη Σκοτούσσα η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας ήταν στενά συνδεδεμένη με την περιοχή του Βάλτου. Χορτολιβαδικές εκτάσεις υπήρχαν και στην περιοχή Αλτσιάκι, ενώ μικρότερης έκτασης λιβάδια υπήρχαν και στην περιοχή Γκιρένι. Η βόσκηση στα λιβάδια των προαναφερόμενων περιοχών δεν επιτρεπόταν στη διάρκεια του χειμώνα και στις αρχές της Άνοιξης. Οι κάτοικοι της Σκοτούσσας, έχοντας πολύ καλή γνώση του κύκλου ζωής των φυτών, περίμεναν πρώτα την ανάπτυξη της χλωρίδας και στη συνέχεια μετέφεραν τα κοπάδια τους στα λιβάδια. Η έναρξη της περιόδου ήταν συνήθως η 1η ημέρα του Πάσχα. Στο χωριό ανακοινωνόταν η είδηση ότι «ανοίγει ο Βάλτος». Οι βοσκοί έπαιρναν μαζί τους τις απαραίτητες προμήθειες (αυγά, τσουρέκια, νερό) και μετέφεραν το κοπάδι στο Βάλτο. Εκεί υπήρχαν οι αρχηγοί που καθόριζαν το μέρος όπου μπορούσε κάποιος να βοσκήσει το κοπάδι του και επιπλέον έκαναν τον καταμερισμό των εργασιών. Το κοπάδι ξεκινούσε το πρωί και επέστρεφε το σούρουπο. Τα βοοειδή τα αναλάμβανε ο χαϊμανατζής του χωριού, ενώ για τα αιγοπρόβατα υπήρχαν βοσκοί. Τα νεαρά βοσκόπουλα, την ώρα της ανάπαυλας έπαιζαν μπίσκα (γουρούνα), καθώς επίσης και άλλα παιχνίδια. Η ανάγκη για βοσκόπουλα ήταν μεγάλη και συχνά έρχονταν από γειτονικά χωριά (μόνο από το Βαμβακόφυτο υπήρχαν 15-20 παιδιά που απασχολούνταν ως βοσκοί) για να εργαστούν στα κοπάδια της Σκοτούσσας.

Ο ποιμενικός σκύλος ήταν ο αγαπημένος σύντροφος των βοσκόπουλων στη Σκοτούσσα.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε η σταδιακή εκχέρσωση της περιοχής του Βάλτου και η μετατροπή του σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αυτό περιόρισε σημαντικά την κτηνοτροφική δραστηριότητα της Σκοτούσσας. Τα περισσότερα κοπάδια ήταν πλέον σταυλισμένα αφού οι εκτάσεις για ελεύθερη βοσκή είχαν περιοριστεί σημαντικά. Με βάση το Δελτίο Γεωργικής Στατιστικής του 1963 τα ζώα που εκτρέφονταν στη Σκοτούσσα ήταν:

  • Άλογα 21
  • Ημίονοι(μουλάρια) 1
  • Όνοι(γαϊδούρια) 15
  • Βοοειδή 1126
  • Βουβάλια 57
  • Χοίροι 210
  • Κουνέλια 180
  • Πρόβατα 650
  • Αίγες 15
  • Όρνιθες 5650
  • Χήνες 35
  • Πάπιες 140
  • Γαλοπούλες 15

Επιπλέον καταγράφηκαν 200 κυψέλες μελισσών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κτηνοτροφία, από τις αρχές του 1960, είχε επικεντρωθεί στα σταυλισμένα βοοειδή. Το μεγαλύτερο κοπάδι προβάτων (περίπου 300-400) ανήκε στον Πέτρο Χατζηπανταζή. Οι υπόλοιποι διατηρούσαν μικρότερο αριθμό προβάτων.

Βοσκός βοοειδών.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 απαγορεύτηκε η διατήρηση σταυλισμένων ζώων εντός του οικισμού της Σκοτούσσας και το μέτρο αυτό ουσιαστικά εξαφάνισε κάθε κτηνοτροφική δραστηριότητα. Οι κάτοικοι δεν είχαν ούτε τη δυνατότητα, αλλά ούτε και τη διάθεση να προχωρήσουν σε ανάλογες επενδύσεις για να διατηρήσουν τον αριθμό των ζώων που εκτρέφονταν τις προηγούμενες δεκαετίες. Χάρη στις επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το εισόδημα από τις αγροτικές καλλιέργειες αυξήθηκε σημαντικά και δεν ήταν απαραίτητο πλέον να το συμπληρώνουν και με κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Σήμερα υπάρχουν μόνο σποραδικοί εκτροφείς προβάτων (1-2), καθώς και μικρός αριθμός βοοειδών, για να θυμίζουν την παράδοση του χωριού στην κτηνοτροφία.

Στιγμιότυπο από τη ζωή με τα σταυλισμένα ζώα

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Σύκα “Η Σκοτούσσα της Οδομαντικής και η Σκοτούσσα των Σερρών – Ιστορία δυο πόλεων”


Μοιράσου το