Στις Απόκριες, σημαντική στιγμή στην κοινωνική ζωή τού χωριού της Σκοτούσσας ήταν «Τα Καρναβάλια». Την περίοδο του Τριωδίου που ξεκινά τρεις εβδομάδες πριν την Καθαρά Δευτέρα, μικροί και μεγάλοι ντύνονταν καρναβάλια.

Το Τριώδιο, ως χρονική περίοδος, αναφέρεται στις τρεις εβδομάδες πριν τη Καθαρά Δευτέρα που οι χριστιανοί ετοιμάζονται για την μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Κάθε Κυριακή αυτών των τριών εβδομάδων έχει τη δική της σημειολογία.

Η πρώτη, η Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου προτρέπει τους Χριστιανούς να είναι ταπεινοί, όπως ο Τελώνης και όχι υπερήφανοι όπως ο Φαρισαίος.

Η δεύτερη, η Κυριακή του Ασώτου, διδάσκει την αξία της μετάνοιας και το μεγαλείο της συγχωρέσεως.

Το Σάββατο πριν από την τρίτη Κυριακή ονομάζεται Ψυχοσάββατο ή Σάββατο των Ψυχών. Καθιερώθηκε από την εκκλησία ως ημέρα που προσευχόμαστε και προσφέρουμε κόλλυβα για όλους αυτούς που για διάφορους λόγους δεν μνημονεύονται σε μνημόσυνα. Η τρίτη Κυριακή, η Κυριακή της Απόκρεω, αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία, στην κρίση που θα λάβει χώρα, καθώς επίσης και στη χριστιανική αγάπη. Ονομάζεται δε έτσι, επειδή είναι η τελευταία ημέρα που οι Χριστιανοί επιτρέπεται να φάνε κρέας.

Η εβδομάδα που ξεκινά μετά την τρίτη Κυριακή ονομάζεται και εβδομάδα της Τυρινής ή Τυροφάγου. Εβδομάδα που επιτρέπεται η βρώση τυροκομικών, αυγών και ψαριών.

Η τέταρτη, η Κυριακή της Τυροφάγου, αναφέρεται στην εξορία των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο. Έτσι, το Ευαγγέλιο της ημέρας παροτρύνει τους πιστούς να νηστεύουν χωρίς να το επιδεικνύουν, να συγχωρούν όσους τους έχουν βλάψει και να διάγουν βίο ενάρετο και ελεήμονα.

Ακολουθεί η Καθαρά Δευτέρα, με την οποία ξεκινά η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Περίοδος νηστείας, προσευχής, περισυλλογής, κατά την οποία οι πιστοί προετοιμάζονται για την μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση του Κυρίου. Ονομάζεται Τεσσαρακοστή γιατί μιμείται την σαρανταήμερη νηστεία που έκανε ο Χριστός, ενώ λέγεται και Μεγάλη για να υπάρχει σαφής διαχωρισμός από τη νηστεία των Χριστουγέννων.

Το καρναβάλι στη Σκοτούσσα είχε την έννοια των ολιγόλεπτων θεατρικών σατυρικών δρώμενων που δεν γίνονταν σε κάποιο δημόσιο χώρο, αλλά στα σπίτια των κατοίκων του χωριού και μάλιστα με ιδιαίτερη προτίμηση σε εκείνα που είχαν ανύπαντρα κορίτσια.

Οι στολές που χρησιμοποιούσαν ήταν αυτοσχέδιες και εκ των ενόντων. Χρησιμοποιούσαν παλιά ρούχα, οι γυναίκες ανδρικά και οι άνδρες γυναικεία. Οι μεγάλοι κάλυπταν όλο το σώμα, για να μην αναγνωρίζονται. Οι μικρότεροι ντύνονταν πιο ανάλαφρα, με ένα καπέλο στο κεφάλι, μια μάσκα ή πρόσωπο βαμμένο με μαυράδι από την ξυλόσομπα. Από νωρίς το απόγευμα τα καρναβάλια έβγαιναν βόλτα στο χωριό και κατά τις οκτώ το βράδι άρχιζαν να επισκέπτονται σπίτια γνωστών και συγγενών. Οι επισκέψεις κρατούσαν μέχρι τα μεσάνυχτα.

Οι μικροί αυτοσχέδιοι θίασοι αποτελούνταν από 4-6 ηθοποιούς και έπαιζαν μικρά θεατρικά έργα. Το σενάριο γραφόταν από τους ίδιους, αφού στη Σκοτούσσα υπήρχε σημαντική προφορική παράδοση και αυτή χρησιμοποιούσαν οι σεναριογράφοι. Με τα έργα συνήθως σατίριζαν πρόσωπα και γεγονότα που είχαν συμβεί τον προηγούμενο χρόνο στο χωριό. Η κριτική και η διακωμώδηση καταστάσεων, γεγονότων και συμπεριφορών, ήταν οξύτατη. Γι αυτό και στο χωριό από παλιά υπήρχε ο προειδοποιητικός λόγος : «Πρόσεχε (την συμπεριφορά σου), θα σε παίξουν στα καρναβάλια».

Οι υποθέσεις των έργων συνήθως αφορούσαν τσακωμούς για κληρονομικά, χωρισμούς, απαγωγές νέων ακούσιες ή εκούσιες, προστριβές μεταξύ γειτόνων επειδή η κότα του ενός πάτησε στον μπαξέ του άλλου, περιστατικά από το σχολείο με αδιάβαστους μαθητές και τιμωρία από τον δάσκαλο που συνεπαγόταν και «ένα χέρι γερό ξύλο» ή τί έφταιξε και δεν μπόρεσε κάποιος να εκλεγεί πρόεδρος στον Γεωργικό Συνεταιρισμό. Σε κάθε ομάδα υπήρχε ο ενδυματολόγος και αυτός που έκανε τις προσωπίδες από χαρτόνι και ζυμάρι. Οι πρόβες γινόταν την ημέρα και μόλις ήταν έτοιμοι και νύχτωνε ξεκινούσαν οι επισκέψεις στα σπίτια.

Η σκηνοθετική εφευρετικότητα και επινοητικότητα των καρναβαλιστών ήταν απρόσμενη.

Θίασος με καρναβάλια στη Σκοτούσσα

Στην προσπάθεια να «παίξουν» όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται τη συχνουρία συγχωριανού τους, «έζωναν» ψηλά στο στήθος του μασκαρεμένου και κάτω από τα φαρδιά ρούχα ένα μικρό ντεπόζιτο γεμάτο με νερό. Ανοιγοκλείνοντας τη βρυσούλα του ντεπόζιτου, το καρναβάλι ουρούσε κατά βούληση στο χωμάτινο πάτωμα. Ξεκαρδίζονταν στα γέλια οι μεγάλοι, κρυφογελούσαν σεμνότυφα οι νέες, έβαζε τις φωνές η σπιτονοικοκυρά.

Πολλές φορές το πέρασμά τους από τα σπίτια ήταν καταστροφικό και οδυνηρό για τους ιδιοκτήτες. Για να αποδώσουν πιο πιστά την φιλονικία δύο αδελφών κατά το μοίρασμα του πατρικού οικοπέδου, γέμιζαν με τρύπες το χωμάτινο πάτωμα του σαλονιού από το αλλεπάλληλο κάρφωμα και ξεκάρφωμα ολόκληρων παλουκιών. Από την προσπάθεια του «τρελλού» να δραπετεύσει από τα δεσμά του, ο αργαλειός μπορεί να καταστρεφόταν. Το πάτωμα πλημμύριζε από τα νερά μιας εγκύου που «έσπασαν» την ώρα της γέννας, με το βρέφος να κλαίει και τις γυναίκες του σπιτιού να οδύρονται. Ακόμη και μια μικρής έκτασης πυρκαγιά μπορεί να γινόταν από το θυμιατήρι του «παπά», που εκσφενδονίζονταν κατά του «αγενούς» οικοδεσπότη, ο οποίος «για πλάκα» κέρασε στα καρναβάλια λουκούμια γεμιστά με κόκκινο πιπέρι.

Καρναβαλιστές στη Σκοτούσσα

Οι θίασοι αυτοί συνήθιζαν να «παίζουν» το θεατρικό τους πρώτα στο σπίτι του Μάρκου Γράμμου. Ο Μάρκος ήταν γνωστός «χωρατατζής». Εάν ο Μάρκος γελούσε με τα πεπραγμένα τους, αυτό σήμαινε ότι το «έργο» ήταν καλό και μπορούσαν να συνεχίσουν, παίζοντάς το και στα άλλα σπίτια όλες τις επόμενες βραδιές. Εάν ο Μάρκος σφάδαζε στο πάτωμα από τα γέλια, τότε επρόκειτο σίγουρα για την επιτυχία της χρονιάς. Και βέβαια, εάν ο Μάρκος τους αντιμετώπιζε αδιάφορα, ήταν σίγουρο ότι έπρεπε να κάνουν κάποιες αλλαγές στο σενάριο, αλλά και στη σκηνοθεσία.

Ο Μάρκος, τη γνώμη του οποίου έπρεπε να πάρει κάθε θίασος

Οι παρέες των καρναβαλιών επισκέπτονταν κατά πρώτον τα μεγάλα σπίτια, τα σπίτια με μεγάλο ισόγειο σαλόνι, που ήταν πρόσφορα στο να ξεδιπλώσουν το σκηνοθετικό τους ταλέντο. Από νωρίς λοιπόν, λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα, οι οικείοι αλλά και πολλοί γείτονες, που τα σπίτια τους δεν θα τα επισκέπτονταν τα «καρναβάλια», έπαιρναν θέση στο μεγάλο σαλόνι. Περίμεναν τους αυτοσχέδιους θιάσους. Και πολλοί από αυτούς ήταν ήδη γνωστοί από την εμφάνισή τους τα προηγούμενα βράδια σε άλλα σπίτια, ή ακόμη ήταν γνωστοί και καθιερωμένοι από τα προηγούμενα χρόνια. «Ο Σιάρνος δεν πέρασε ακόμη», έλεγαν μεταξύ τους. Είχαν την ελπίδα ότι εκείνο το βράδυ, θα είχαν την τύχη να διασκεδάσουν με την επινοητικότητα του γνωστού σ’ όλους τη δεκαετία του 1950, καρναβαλιστή Γιώργου Στοΐλα και της παρέας του.

Ο Γιώργος Στοΐλας, γνωστός ως «Σιάρνος», ήταν ο κορυφαίος μεταξύ των καρναβαλιστών. Η επινοητικότητά του και η ικανότητά του στις αυτοσχέδιες κατασκευές ήταν απαράμιλλη. Έραβε ρούχα, κατασκεύαζε μάσκες , «σουρέτια» τα λέγανε τότε. Το θεατρικό του με το διάβολο (ο οποίος σκανδαλίζει και παρασύρει τους ανθρώπους στην αμαρτία) άφησε εποχή. Κυριακή απόγευμα παίχτηκε στη «βόλτα», που γινόταν τότε στο σιδηροδρομικό σταθμό, με θεατές τους επιβάτες μιας σταθμευμένης αμαξοστοιχίας.

Ο Γιώργος Στοΐλας ή Σιάρνος

Άλλες γνωστές παρέες καρναβαλιστών ήταν η παρέα του Θωμά Τρακαλιάνη, η παρέα του Πασχάλη Αλταντζή (με τους Κώστα Χίντζιου, Πασχάλη Μπήδιο , Τάκη Ούρδα), η παρέα του Γιάννη Κασάπη.

Με το που τελείωνε η παράσταση έπεφταν οι μάσκες και αποκαλύπτονταν οι καλλιτέχνες. Ακολουθούσε το κέρασμα και βιαστκά ξεκινούσαν για άλλο σπίτι, διότι απ’ έξω περίμενε η επόμενη παρέα καρναβαλιστών.

Παρέες καρναβαλιστών από τη Σκοτούσσα.

Το Σάββατο πριν την Κυριακή των Απόκρεω ήταν το Ψυχοσάββατο, ενώ το τελευταίο Σάββατο στην περίοδο του Τριωδίου περνούσαν πάλι οι ομάδες των καρναβαλιστών από τα σπίτια, χωρίς μάσκες και με την συνοδεία κάποιας φυσαρμόνικας το έριχναν στο χορό. Την επόμενη ημέρα δηλαδή την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, της Τυρινής ή Τυροφάγου, υπήρχε το έθιμο με την ονομασία «τα συγχωρέματα». Σύμφωνα με το έθιμο αυτό, το βράδυ της Κυριακής όλοι οι συγγενείς (νύφες και γαμπροί με τα παιδιά τους) συγκεντρώνονταν στο σπίτι των πιο ηλικιωμένων, δηλαδή των γονιών τους. Εκεί έκαναν τρείς μετάνοιες, φιλούσαν το χέρι των γονιών και πρόσφεραν πορτοκάλι στις γυναίκες και λεμόνι στους άντρες. Το σύνηθες αστείο των αντρών ήταν ότι το λεμόνι δεν τρώγεται, ενώ αντίθετα αυτό που έπαιρναν οι γυναίκες τουλάχιστον μπορούσε κανείς να το φάει. Ζητούσαν συγχώρεση για τα ανομήματα της προηγούμενης χρονιάς και έτσι ανανεωμένοι ετοιμάζονταν για τη νέα περίοδο που θα ξεκινούσε με την Άνοιξη και τη Σαρακοστή. Στο σπίτι των γονιών το γεύμα συνήθως περιελάμβανε μπακαλιάρο, άφθονο ούζο και χαλβά. Η ίδια διαδικασία γινόταν και με τους κουμπάρους, ενώ τα παιδιά πήγαιναν στο νονό τους ή ακόμη επισκέπτονταν κάποια ηλικιωμένη θεία ή θείο. Το έθιμο, από τα τέλη του 1970, σταδιακά εγκαταλείφθηκε.

Καρναβαλιστές στη Σκοτούσσα στις αρχές του 1970

Την ίδια ημέρα μικροί και μεγάλοι διασκέδαζαν με το Έθιμο της Λάτσκας ή Χλάτσκας ή Χάσκα (Η ονομασία του εθίμου πιθανότατα προέρχεται από το ρήμα χάσκω, δηλαδή μένω με ανοιχτό το στόμα). Μια μακριά κλωστή στερεωνόταν στην άκρη ενός κονταριού που συνήθως ήταν το πλαστήρι με το οποίο άνοιγαν τα φύλλα της πίτας. Στην άλλη άκρη της κλωστής κρεμόταν ένα κομμάτι χαλβά ή ένα ξεφλουδισμένο αυγό. Τα μικρά παιδιά κάθονταν σε κύκλο και κρατούσαν ορθάνοιχτο το στόμα τους. Αυτός που κρατούσε το κοντάρι με τη Λάτσκα το περιέστρεφε αργά πάνω από τα στόματα των παιδιών. Όποιος κατάφερνε να το δαγκώσει, κέρδιζε το παιχνίδι και το χαλβά ή το αυγό.

Την Καθαρή Δευτέρα ο κόσμος ντυμένος «καρναβαλίστικα» έκανε βόλτα στο χωριό καθ’ όλη την διάκεια της ημέρας. Με την δύση του ηλίου έπεφτε η αυλαία των καρναβαλιών και έτσι τελείωνε ένα 20ήμερο χαράς και έδινε τη θέση του στη Σαρακοστή.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Σύκα “Τα Λαογραφικά της Σκοτούσσας”


Μοιράσου το