Η Σοφία Χατζηπανταζή-Τζιμπίρη, κόρη του Αντώνη Τζιμπίρη, γεννήθηκε στο χωριό Πρόσνικ το 1872. Είχε έξι αδερφές (την Πίτσα, τη Φωτεινή, την Ελένη, την Ευαγγελία, την Κατερίνα και τη Χρυσάνθη) και έναν αδερφό τον Πασχάλη. Ήταν ψηλή, μελαχρινή και πολύ όμορφη. Η ομορφιά της δεν είχε περάσει απαρατήρητη ούτε από τους Ιταλούς τεχνίτες που εργάζονταν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής τα έτη 1894-95. Η Σοφία τότε ήταν 22-23 ετών, πανέμορφη και ιδιαίτερα πρόσχαρη. Οι Ιταλοί τη φωνάζανε Μπόνα (Buona, καλή, όμορφη) και το όνομα αυτό έμελλε να τη συνοδεύσει μέχρι τα βαθιά γεράματα της. Παντρεύτηκε με το Θανάση λίγο πριν το 1900 και το 1904 απέκτησαν μια μοναχοκόρη την Ελένη.

Η Σοφία, αμέσως μετά το θάνατο του άνδρα της το Σεπτέμβριο του 1906, ανέλαβε η ίδια επικεφαλής της ομάδας του με σκοπό να εκδικηθεί το χαμό του. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να φανεί το κενό του καπετάν Θανάση για να μην καμφθεί το ηθικό των ανδρών του και των χωρικών του σερραϊκού κάμπου. Πήρε στα χέρια της την πλήρη καθοδήγηση της ομάδας, ερχόμενη σε επαφή με την Αθήνα, διαχειριζόμενη τα χρήματα της οργάνωσης και προωθώντας νέους αγωνιστές στο Μακεδονικό Αγώνα. Δεν φοβήθηκε ποτέ, δεν δείλιασε, αγωνίστηκε με αυταπάρνηση για την Ελλάδα ή, όπως έλεγε η ίδια, «εγώ θα εργάζομαι τα Ελληνικά».

Ο καπετάν Θανάσης Χατζηπανταζής

Η αυταπάρνηση της και η πίστη της στον Αγώνα ενέπνεαν τέτοια σιγουριά που είχε ως αποτέλεσμα να προστεθούν και άλλοι άνδρες στην ομάδα της. Έτσι από τη Νιγρίτα προστέθηκαν ο Αθανάσιος Παπάγγελος και Κωνσταντίνος Γεροσέλας, από την Κάτω Καμήλα ο Κωνσταντίνος Πάντσιος, από την Ηράκλεια ο Γιάννης Τζεμαΐλας, από το Βαλτερό οι Κωνσταντίνος Ζάχαρης, Ηλίας Πάσχος, Δημήτριος Τσακίρης και από την Αμμουδιά οι Απόστολος Βάσιος και Γεώργιος Νάτσης.

Η καπετάνισσα Σοφία (καθιστή) σε ηλικία 75 ετών έχοντας στα αριστερά της την κόρη της Ελένη

Η ομάδα της δραστηριοποιούνταν στην ίδια περιοχή με αυτή του καπετάν-Θανάση έχοντας και πάλι ως κύριο στόχο την προστασία των χωρικών από τις διώξεις των Βουλγάρων και την αντιμετώπιση των σχισματικών. Στους συγχωριανούς και στους άλλους που τη ρωτούσαν για το Θανάση έλεγε ότι συνεχίζει τον αγώνα και ότι της έστελνε γράμματα. Ο θάνατος του καπετάν Θανάση αποκαλύφθηκε με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 («μόνο στο σύνταγμα το καταλάβαμε»). Μετά το κίνημα των Νεότουρκων δόθηκε αμνηστία σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές και έγινε παρέλαση στις Σέρρες. Τότε διαπιστώθηκε ότι λείπει ο καπετάν-Θανάσης και ανακοινώθηκε ο θάνατος του.

Μετά το κίνημα των Νεότουρκων η καπετάνισσα Σοφία εγκαταστάθηκε στις Σέρρες ενώ παράλληλα έστειλε την κόρη της Ελένη στην Αθήνα (την έγραψε στο Αρσάκειο σχολείο).

Η καπετάνισσα Σοφία σε ηλικία 80 ετών μαζί με τον ανιψιό της Γεώργιο Χατζηπανταζή σε μια αναμνηστική φωτογραφία από το πανηγύρι Σκοτούσσας

Στη Σκοτούσσα ο Ελληνικός στρατός μπήκε το απόγευμα της Παρασκευής 28 Ιουνίου 1913. Την επόμενη ημέρα Σάββατο 29 Ιουνίου 1913 απελευθερώθηκε η πόλη των Σερρών. Η καπετάνισσα Σοφία βρισκόταν μέσα στην πόλη των Σερρών και λεπτομέρειες για τη δράση της και για τις συνθήκες που επικρατούσαν στις Σέρρες μαθαίνουμε από μια συνέντευξη της στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ.

Η καπετάνισσα διηγείται τα γεγονότα ως εξής:

«Παρασκευή έφυγον τα σκυλιά» μας λέγει περί του Βουλγαρικού στρατού.

Σάββατο ησυχία. Σαν να κοιμόταν η πόλις. Εις την φυλακή όμως είχε δυο ανιψιούς. Τους είχαν πάρει να τους κρεμάσουν μαζί με άλλους.

Σαν τρελή έτρεχε να τους ανακαλύψει. Ήταν τα παλληκάρια της. Πηγαίνει στο Δεσπότη.

«Η Σοφία είμαι» του κτυπά την πόρτα. Ο Δεσπότης εκαθόταν με παπάδες.

Δυστυχώς καπετάνισσα της λέγουν ο Βασίλης ο ανιψιός της είναι πληγωμένος.

Πηγαίνει στο Δημαρχείο. Στο δρόμο την πιάνουν Βούλγαροι. «Αν είχαν έναν ακόμα θα τους έπαιρνα τα όπλα» λέγει. Από εκεί διευθύνεται εις του Σλάτσου, του Προξένου της Αυστρίας. Όλοι τα είχαν χαμένα. Προέβλεπαν κάτι το τρομερόν.

Μανθάνει ότι τα παιδιά τα δικά της έφυγαν από τη φυλακή. Είχαν σωθεί. Και άλλα παιδιά είχαν γλιτώσει. Τους άλλους τους άφησαν διότι τους έγραψαν Βουλγάρους και τους έδωσαν, οι απομείναντες Βούλγαροι, όπλα να πολεμήσουν κατά των Ελλήνων. Αυτοί μόλις επήραν τα όπλα τα έβαλαν με τους Βουλγάρους. Μέσα στη φυλακή είχαν σκοτώσει πολλούς.

«Να εδώ τους τρυπούσαν» λέγει η καπετάνισσα. «Στο λαιμό με την λόγχην τους αποτελείωναν».

«Αφού βγήκαν διπλή ζωή έχω» φωνάζει η καπετάνισσα

«Τι κάθεστε; Βγάτε δεν είναι Βούλγαροι» εφώναξε λαβούσα τον γκραν της και ζωσθείσα τα φυσίγγια.

Αλλά μέσα στα σπίτια ήσαν κρυμμένοι «κομιτάδες».

Αυτοί εβγήκαν και ήρχισαν την σφαγή. Έβαναν κατόπιν φωτιά στα σπίτια. Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί. Οι οπλισμένοι κάτοικοι τα έβαλαν με τους κομιτατζήδες οι οποίοι είχαν μείνει να κρατούν την πόλιν συνηνωμένοι με τον άλλον στρατόν, ο οποίος έφευγε.

Εις τα σπίτια έβαναν φωτιά από κάτω, «είχαν μηχανή» λέγει η καπετάνισσα. Έχυναν πετρέλαιο με τενεκέδες και όλη η πόλις επήρε απ’ άκρου εις άκρον φωτιά.

«Εκαιγόταν λεχτρικά παιδί μου».

Εις το σπίτι της έβαλαν πρώτα φωτιά. Εζητούσαν να την ευρούν πρώτα. Αλλά αυτή είχε φύγει.

«Να παραδοθείς καπετάνισσα Σοφία θα σε κάψουμε, εμείς θα σε θρέψουμε καλύτερα από τους Έλληνας, να παραδοθείς, προσβολές οι κομιτάδες δεν κάνουμε».

Η πόλις δεν ήργησε να καεί εκτός της Εβραϊκής συνοικίας. Μέσα στα σπίτια εκαίοντο οικογένειες. Στο δρόμο εσφάζοντο άλλοι.

«Εκάηκε, εσφάγηκε κόσμος. Ως εκατονπενήντα νομάτοι»

«Κάηκαν πολλοί. Και μια κυρία Ζωή με τη μητέρα της. Τόσα χρόνια εργάστηκε δασκάλα, που να αφήσει την μητέρα της η κακομοίρα»

«Τα σπίτια μας γινήκαν στάχτη» διηγείται η καπετάνισσα. «Αλλά γινήκε το θέλημα του Θεού»

«Εμείς παρακαλιούμαστε, με ένα ποκάμισο να βγούμε, στάχτη να γίνει, ελληνικό να γίνει, και έτσι τα έφερε ο Θεός παιδί μου»

Όταν οι τελευταίοι απομείναντες Βούλγαροι παρέδιδον την πόλιν εις την καταστροφήν, η καπετάνισσα Σοφία μαζεύσασα τους ιδικούς της ήρχισεν αγρίαν επίθεσιν κατά αυτών. Και άλλες ομάδες ενόπλων εζητούσαν να βρούν Βουλγάρους.

Έτρεξε στη φυλακή να γλιτώσει πολλούς φυλακισμένους που ήξερε πως θα τους σφάξουν. Έσπαζε να σπίτια να βρει κρυμμένους βουλγάρους. Άνοιξεν υπόγεια και ευρήκε βόμβες και όπλα.

Έπιασε περί τους 80 Βουλγάρους τους οποίους παρέδωσε εις την Επιτροπή η οποία συνεστήθη από μερικούς προκρίτους.

«Ένα παιδί σαν και εσένα το άρπαξα από τα μαλλιά, που αντεστάθη, με τη λόγχη το τρύπησα. Δεν ημπορούσα να το σκοτώσω, δεν άφηνε η Επιτροπή. Σε ένα Βούλγαρο λέω, συ δεν ξέρεις να σκοτώσεις, εγώ θα σου δείξω»

Και ενώ οι ένοπλες ομάδες πέραν της πόλεως ανθίσταντο των κομιτατζήδων η καπετάνισσα Σοφία εκαθάρισε την πόλιν από τα «σκυλιά» μου λέγει.

«Ποιος έχει Βούλγαρο κρυμμένο θα τους σκοτώσω, θα τους φάω, δεν ακούω ούτε το Βασιλιά»

Εδώ καπετάνισσα έχει και σ’ αυτό το σπίτι έχει και σ’ άλλο έχει, της απήντων.

Δυο κανόνια από τον υποχωρούντα στρατόν του Δεμίρ Ισάρ έρριψαν αρκετάς οβίδας εις την πόλιν και συνετέλεσαν εις την πλήρη καταστροφήν της.

«Ερίψανε πολλές κανονιές» λέγει η καπετάνισσα. «Τι να τους κάμουμε; Με κανόνια μπορεί να παλέψει κανείς»;

Αλλά και όταν οι Βούλγαροι εκανονιοβόλουν την πόλιν αυτή με τα παλληκάρια της, τους συγγενείς της, επροστάτευε τα γυναικόπαιδα από τους απομείναντας κομιτατζήδες και τους άλλους ανακάλυπτε κρυμμένους. Ανεκάλυπτε πολλούς και τους παρέδιδε εις την Επιτροπήν. Δυο αξιωματικούς και τον φοβερόν Καραγκιόζωφ, τον αρχηγόν αστυνόμον, τον αδερφόν του Δημάρχου.

Με πολλούς ανθισταμένους συνήπτε συμπλοκήν

«Πόσους σκότωσες καπετάνισσα»;

«Έ, όσοι είναι!»

«Και τον Καραγκιόζωφ;»

«Αυτό το παλιόσκυλο το πήρα μεσ’ την πόλιν. Που θα πήγαινεν; Όταν έφευγε ο στρατός σιριανούσε στην πόλη και κορόιδευε, Ουράα, ζήτω ο Φερδινάνδος, εφώναζε. Έτσι να κάμουμε τα πόδια θα πάμε στην Αθήνα, έλεγεν ο τρομερός τύραννος των Σερρών.

Και τον Καραγκιόζωφ μαζί με άλλους τους εκράτησε δια να τους μεταφέρει εις την Θεσσαλονίκη. Και έως ότου δε να έρθει ο στρατός η καπετάνισσα εφύλαγε την πόλιν. Είχε μαζεύσει τας γυναίκας να αντιταχθούν κατά νέας εισβολής δια να εύρουν καιρόν εν τω μεταξύ να απομακρυνθούν οι άοπλοι άνδρες, τα παιδιά.

«Ας πάθουμε να μπούμε εμείς πρώτα, να γλιτώσουν οι άνδρες», έλεγαν.

Όταν εισήλθον τα πρώτα τμήματα του στρατού εις την πόλιν η καπετάνισσα επήρε τον Καραγκιόζωφ και τους λοιπούς δυο αξιωματικούς να τους φέρει εις την Θεσσαλονίκην.

«Είχα καημό» λέγει «για το παλιόσκυλο». Τον είχε χτυπήσει στο Όρλιακο και έλεγε πως θα ρθει στην Αθήνα. Με εφ’ όπλου λόγχη τον έφερε. Και διηγείται ότι όταν εζήτησε να απομακρυνθεί στο δρόμο δι’ ανάγκην του.

«Τον πιάνω από τη μπέρτα» λέγει, «δεν πειράζει, εγώ δεν ντρέπομαι, να μας φύγει το σκυλί και να πει πως δεν επιάσθη. Τι ντροπή θα είναι!»

Όταν εμπήκεν εις την Θεσσαλονίκην ανεστατώθη η πόλις. Υποδοχή αυθόρμητος διοργανώθη. Άνθη της πετούσαν και έβγαιναν να την ιδούν.

«Χάλια ήμουν», λέγει η καπετάνισσα. Τα παπούτσια μέσα στην κόκκινη λάσπη. Με κάναν κουρέλι, διότι την τραβούσαν δώθε-κείθε. Πόνεσα τον ώμον, από τον γκρά.

«Τι τον έκανες τον γκρα καπετάνισσα»;

«Τον έδωσα σε ένα μερακλήτικο παιδί να πολεμήσει. Άμα τον χρειαστώ τον παίρνω πάλι για τα σκυλιά».

«Θα με πάρεις και μένα μητέρα»; τότε της λέγει η Αρσακειάς κόρη της.

«Θα πάμε μαζί» της απαντά η καπετάνισσα μητέρα. «Μα τώρα πια» προσθέτει με χαρά, «που ήρθε ο Βασιλιάς παν τα παλιόσκυλα»!

Η υπογραφή της καπετάνισσας Σοφίας

Η καπετάνισσα μέχρι τα βαθιά της γεράματα παρέμεινε επιβλητική στο παράστημα, πάντα σοβαρή στην ομιλία της, δείχνοντας ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του χωριού. Είχε άριστη μνήμη, θυμόταν όλα τα τραγούδια του Μακεδονικού Αγώνα και συνέχισε να τα τραγουδά ως τα 90 της. Απεβίωσε το 1964 σε ηλικία 92 ετών. Ο τάφος της μαζί με τον τάφο της κόρης της Ελένης και της εγγονής της Σοφίας βρίσκεται στο νεκροταφείο Σκοτούσσας.

Ο τάφος της καπετάνισσας Σοφίας στο κοιμητήριο Σκοτούσσας

Κείμενο: Σύκας Νικόλαος


Μοιράσου το