Το Λαογραφικό Μουσείο Σκοτούσσας, τόσο ως ιδέα όσο και ως πράξη, οφείλει την ύπαρξη του στον Βασίλη Νικολάου του Νικολάου που γεννήθηκε στην Σκοτούσσα το 1957.

Ο Βασίλης Νικολάου μαθητής

Η προσπάθεια του ξεκίνησε από τον Μάιο του 1980. Από πολύ μικρός είχε αποκτήσει το μικρόβιο συλλογής παλαιών αντικειμένων. Τον γοήτευε η «μυρωδιά» του παλιού, είτε επρόκειτο για ανθρώπους είτε για αντικείμενα. Έβρισκε συναρπαστικές τις συζητήσεις με τους γέροντες της γειτονιάς του, του άρεσε το ξεφύλλισμα παλιών βιβλίων και περιοδικών, τον μάγευαν οι ιστορίες που συνόδευαν παλιά αντικείμενα. Στη διάρκεια των εφηβικών του χρόνων οι περιπλανήσεις του στα παλιά αντικείμενα είχαν αρχίσει να μορφοποιούνται, να αποκτούν περισσότερο νόημα και περισσότερο ρεαλισμό.

Ο Βασίλης έφηβος


Επηρεασμένος από τα αναγνώσματα του Καζαντζάκη (Ασκητική, «το πρώτο σου χρέος εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους»), αλλά και του Σεφέρη («το ζήτημα δεν είναι τόσο ποιά πράγματα τέλειωσαν αλλά με τι τα αντικαθιστούμε εμείς που ζούμε»), άρχισαν οι πρώτοι προβληματισμοί. Χωρίς ακόμη να συλλέγει κάποια αντικείμενα, άρχισε να αναρωτιέται τι υπήρχε στη θέση τους πριν από αυτά, πως ήταν η καθημερινότητα και η ζωή των συγχωριανών του με αυτά τα αντικείμενα που τις περισσότερες φορές ήταν εργαλεία επιβίωσης! Σκεφτόταν τα συναισθήματα των χωριανών κάθε φορά που χρησιμοποιούσαν εκείνα τα παλιά αντικείμενα, τι επίδραση είχαν στις ψυχές των ανθρώπων, τότε που ο κόσμος ζούσε με ότι έδινε η γη και ότι έφτιαχνε με τα χέρια του.
Τα πρώτα του αντικείμενα ήταν τα οικιακά σκεύη που χρησιμοποιούσε η μητέρα του και μεγάλωσε με αυτά. Αντικείμενα όπως η λάμπα πετρελαίου, το μεγάλο σκουριασμένο καρφί που κάρφωναν στον τοίχο για να κρεμάσουν τη λάμπα, το φανάρι, ο νιπτήρας και η στάμνα που κουβαλούσε το νερό από τη βρύση του Μιντιούρη για να πίνουν και να γεμίζουν τον νιπτήρα.
Τότε έμενε στα ανατολικά του χωριού, στην περιοχή Ζιάπκινο, σε ένα χαμηλό πλινθόχτιστο σπιτάκι, που και αυτό ήταν δανεικό! Τον Μάιο του 1980, αφού είχε ολοκληρώσει την στρατιωτική του θητεία, επέστρεψε στην Σκοτούσσα, σε καινούργια πλέον στέγη. Η οικογένεια του μεταφέρθηκε στα δυτικά του χωριού, απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό, σε ένα κτίριο που παλιότερα χρησίμευε ως αποθήκη. Σε αυτή την αποθήκη τοποθέτησε τα πρώτα του αντικείμενα και από εκεί άρχισε να ξεδιπλώνεται το γαϊτανάκι της 30χρονης συλλογής παλαιών αντικειμένων. Επισκεπτόταν όλους τους σκουπιδότοπους, σχεδόν σε όλα τα χωριά του νομού Σερρών, πήγαινε σε παλιά σπίτια και αποθήκες που μάθαινε ότι θα γκρεμίζονταν και προσπαθούσε να τα σώσει πριν καταπλακωθούν από τα μπάζα της κατεδάφισης. Ανακάλυπτε διαρκώς όλο και πιο απίθανα μέρη που δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί. Έβρισκε διαρκώς αντικείμενα που είχαν ενδιαφέρον και στη συνέχεια τα μετέφερε στην αποθήκη. Πολλά από αυτά αναγκάστηκε να τα αγοράσει και αυτό επειδή οι ιδιοκτήτες τους ζητούσαν χρήματα. Λίγα χρόνια αργότερα η αποθήκη γέμισε και προέκυψε το μεγάλο πρόβλημα της στέγασης και της αποθήκευσης των αντικειμένων. Η διαρκής και μοναχική ενασχόληση με τη διάσωση, συλλογή, αποκατάσταση, συντήρηση και αποθήκευση των αντικειμένων είχε αρχίσει να τον καταπονεί τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Όμως παρά την καταπόνηση συνέχισε απτόητος όχι μόνο την προσπάθεια συλλογής παλαιών αντικειμένων, αλλά και την εξεύρεση αποθηκευτικών χώρων. Ο αριθμός των αντικειμένων μεγάλωνε διαρκώς. Αρωγοί στην προσπάθεια του στάθηκαν ο Συνεταιρισμός Σκοτούσσας, ο Γιώργος και η Τασούλα Δελιά, η Σοφία Σύκα, και ο θείος του Γιάννης Ευθυμίου. Όλοι τους, του παραχώρησαν αποθηκευτικούς χώρους για να αποθηκεύσει τα αντικείμενα που είχε συλλέξει. Οι μετακομίσεις από την μία αποθήκη στην άλλη ήταν εξαιρετικά δύσκολες, αφού αρκετά από τα αντικείμενα ήταν ιδιαίτερα ογκώδη.

Συντήρηση και ταξινόμηση του υλικού στην αποθήκη


Με τον ίδιο ρυθμό συνέχισε την προσπάθεια του για 20 περίπου χρόνια. Επισκεπτόταν τις αποθήκες, επισκεύαζε και συντηρούσε κάποια από τα αντικείμενα και όλη αυτή η διαδικασία του είχε γίνει τρόπος ζωής. Η μοναδική του παρηγοριά ήταν ότι κάποτε θα βρισκόταν ένα χώρος που θα είχε την μορφή μουσείου για να στεγάσει όλα αυτά τα αντικείμενα. Ένα μουσείο που θα θυμίζει στους παλιούς όμορφες στιγμές της ζωής τους, αλλά και στους νέους πως ήταν η καθημερινότητα των προγόνων τους.


Τον Οκτώβριο του 2007, ο τότε δήμαρχος Λάζαρος Ευαγγελίδης τον ενημέρωσε ότι στο Πολιτιστικό Κέντρο Σκοτούσσας που τότε κατασκευαζόταν θα έβρισκε το χώρο του και το Λαογραφικό Μουσείο. Είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τόσο ο ίδιος όσο και ο τότε αντιδήμαρχος Άντζος Δημήτρης. Στη συνέχεια, η επόμενη δημοτική αρχή του Δημάρχου Κλεάνθη Κατσακιαχίδη με πρωτοβουλίες του αντιδημάρχου Ελευθερίου Στοΐλα σε πρώτη φάση και του επίσης αντιδημάρχου Δημήτρη Χαβαλέ σε μεταγενέστερο χρόνο, ενέταξε το έργο δημιουργίας του Λαογραφικού Μουσείου στο πρόγραμμα Leader, εξασφαλίζοντας την απαραίτητη χρηματοδότηση. Με την εξασφάλιση της χρηματοδότησης ολοκληρώθηκαν οι κτιριακές υποδομές, καθώς επίσης και οι υποδομές εντός του χώρου όπου επρόκειτο να εκτεθούν τα αντικείμενα. Ακολούθως και για διάστημα 3-4 ετών, η υλοποίηση του έργου είχε βαλτώσει λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων. Τη λύση έδωσε ο Πρόεδρος της κοινότητας Σκοτούσσας Βασίλειος Καμήλαλης. Χάρη στη δική του κινητοποίηση και σε ενέργειες του Αντιδημάρχου Νίκου Μουρατίδη, μέσα σε διάστημα λίγων μηνών τα εμπόδια ξεπεράστηκαν και τα εγκαίνια του Λαογραφικού Μουσείου Σκοτούσσας πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαΐου 2019.

Τα αντικείμενα έτοιμα για να μεταφερθούν στο μουσείο
Ο χώρος του Μουσείου υποδέχεται τα πρώρα αντικείμενα
Στιγμιότυπο από τα εγκαίνια του μουσείου. Ο Βασίλης Νικολάου με την θεατρολόγο Μαρία Μεντίζη που επιμελήθηκε τη διαρρύθμιση του χώρου.
Ο πρόεδρος Βασίλης Καμήλαλης με την Μαρία Νικολάου, σύζυγο του Βασίλη.
Στρώσιμο κρεβατιού με φόντο παραδοσιακή φωτογραφία του Αθανασίου και της Ξανθής Λουκάγκου, παππούδες της Μαρίας Νικολάου
Στιγμιότυπο από το μουσείο
Στιγμιότυπο από το μουσείο


Κείμενο: Σύκας Νικόλαος

Μοιράσου το